λεπτογραμμένος

λεπτογραμμένος
-η, -ο
βλ. λεπτογράφω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεπτογράφω — και λεπτογραφώ (Μ λεπτογράφω και λεπτογραφῶ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λεπτογραμμένος, η, ο γραμμένος ή ζωγραφισμένος με λεπτές γραμμές μσν. γράφω λεπτομερώς, εν εκτάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + γράφω. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”